-
1 σύμβολον
σύμβολον, τό,A tally, i.e. each of two halves or corresponding pieces of an ἀστράγαλος or other object, which two ξένοι, or any two contracting parties, broke between them, each party keeping one piece, in order to have proof of the identity of the presenter of the other,ἀποδεικνύντες τὰ σ. ἀπαίτεον τὰ χρήματα Hdt.6.86
.β; ξένοις τε πέμψω σύμβολ', οἳ δράσουσί σ' εὖ E.Med. 613
(cf. Sch.); διαπεπρισμένα ἡμίσε' ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ ς. Eub.70; ὡς σ. ὀρέγεται ἀλλήλων [τὰ ἐναντία] Arist.EE 1239b31; ζητεῖ.. τὸ αὑτοῦ ἕκαστος ς. Pl.Smp. 191d;καθάπερ ἐκ συμβόλων Arist.Mete. 360a26
, cf. GA 722b11, Pol. 1294a35; ἔχειν σύμβολα πρὸς ἄλληλα complementary factors, Id.GC 331a24; ποιησάσθω σύμβολα ἡ βουλὴ πρὸς τὸν βασιλέα τὸν Σιδωνίων, ὅπως ἂν ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων εἰδῇ, ἐάν τι πέμπῃ κτλ. IG22.141.19.b of other devices having the same purpose, e.g. a seal-impression on wax, Plaut. Pseud. 55 (hence ς. = signet-ring, Plin.HN33.10); an extant bronze hand is inscribedσ. πρὸς Οὐελαυνίους IG14.2432
([place name] Gaul), cf. 279 (Lilybaeum, ii B.C., where the word does not occur).2 any token serving as proof of identity,ἔλαβε σ. παρὰ βασιλέως τοῦ μεγάλου φιάλην χρυσῆν Lys.19.25
; πολλῶν ἀγαθῶν.. εὐπορήσειν διὰ τὸ ς. ibid.; ὡς ἔγνω.. τὰ παρὰ τῆς γυναικὸς ς. X.Cyr.6.1.46; τὰ μητρὸς ς. E. Ion 1386, cf. Hel. 291, El. 577, Com.Adesp.17.16 D., D.S.4.59, Plu.Thes.6; ἰδοὺ τὰ ς. here are my credentials, Arr.Epict.1.16.11, cf. 3.22.99, 4.8.20; ἔχοντες σ. σαφὲς λύπης bearing clear credentials (consisting) of (a common) grief, S.Ph. 403, cf. Aristid.1.416 J.3 guarantee,σ. τῆς παιδεύσεως πιστότατον Isoc.4.49
;σ. ὅτι παρ' ἐμοῦ [ἡ ἐπιστολή] ἐστι Pl.Ep. 360a
, cf. 363b;σ. τῆς σωτηρίας D.15.4
;σ. τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους Epicur.Sent.31
.4 token, esp. of goodwill,χρυσίον σ. φιλίας καὶ ξενίας Plu.Pyrrh.20
, cf. Art.18;χρυσοῦν στέφανον ἔλαβον σ. περιέχοντα τῆς ὑμετέρας πρός με εὐσεβείας PLond.3.1178.13
(ii A.D.).5 identity- token given to Athenian dicasts on entering the courts, entitling them to vote, and on presenting which they received another ς., in exchange for which they received their fee, Ar.Pl. 278, D.18.210, Arist.Ath.65.2, 68.2, Poll.8.16; also in the ecclesia, Ar.Ec. 297 (lyr.); διάδοσις τῶν ς. IG2.1749.76: extant theatre-tokens (without the word ς.) in IG5(2).323 (Mantinea, iv B.C.).6 at Rome, = tessera, token entitling the bearer to a donation of corn or money, D.C.49.43.II of written documents,1 passport or the seal thereon, Ar.Av. 1214 (cf. Sch.); ἐκπλεῖν μηδένα ἀστῶν μηδὲ μέτοικον ἄνευ ς. Aen.Tact.10.8: metaph., Arr.Epict.3.12.15.2 passenger-list, ἐμοῦ [τοῦ Ἑρμοῦ] τοὺς νεκροὺς ἀπαριθμοῦντος τῷ Αἰακῷ κἀκείνου λογιζομένου αὐτοὺς πρὸς τὸ.. πεμφθὲν αὐτῷ ς. Luc.Cat.4.3 pl., treaty between two states providing for the security of one another's citizens and sts. for the settlement of commercial and other disputes (usu. in the law-courts of the defendant's city (cf. Harp. s.v.));εἰσὶ.. αὐτοῖς συνθῆκαι περὶ τῶν εἰσαγωγίμων καὶ σ. περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν Arist.Pol. 1280a39
;σ. ποιήσασθαι πρὸς πόλιν D.7.11
, cf. And.4.18;τὰ σ. συγχέων D.21.173
; ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι, κοινωνεῖν, Antipho 5.78, Arist.Pol. 1275a10;αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι Id.Ath.59.6
; cf. : sg. in same sense, Foed. Delph.Pell.1 A 7 (also written συββ- ib. 1 B 10, al.);ἡ κατὰ τὸ σ. δικαιοδοσία πρός τινα Plb.23.1.2
, cf. 32.7.3; κατὰ τὸ ς. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.), 9(1).331.5 (Chaleion, ii B.C.); κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ ς. GDI5040.70 ([place name] Crete).4 contract between individuals, PCair.Zen.724.7,13, 790.2 (iii B.C.), PTeb.5.212 (ii B.C.), 52.10 (ii B.C.); αἰσχρὰ κακοῖς ἔργοις σ. θηκάμενοι forming disgraceful compacts (sealed) by evil deeds, Thgn.1150;τὰ τῷ Καίσαρι πεπραγμένα κυροῦν συμβόλῳ App.BC2.132
.5 receipt, sts. made out in duplicate,σ. διπλᾶ ἐσφραγισμένα PSI4.324.4
(iii B.C.), cf. PRev.Laws52.19 (iii B.C.), UPZ25.25, 26.16 (ii B.C.);τὸ σ. τῆς ἀποχῆς PCair.Zen. 144.2
(iii B.C.);σ. ἀποχῆς PEnteux.73.4
(iii B.C.); (iii B.C.), cf. PHib.1.67.16 (iii B.C.);σ. καὶ ἀντισύμβολα BGU1741.10
(i B.C.); receipt for a pledged article, PCair. Zen.120.3 (iii B.C.).6 unilateral undertaking in writing, guarantee, PPetr.3p.164 (iii B.C.), PMich.Zen.57.4 (iii B.C.), UPZ 112 ii 1 (ii B.C.).7 warrant entitling the holder to draw allowances over a period,τοῦ κθ ἔτους τὸ σ. τοῦ ὀψωνίου καὶ τῆς ἀγορᾶς σύνταξον γράψαι PSI5.504.8
(iii B.C.); σ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά (bequeathed) PGrenf.1.21.16 (ii B.C.); σφράγισαι τὸ ς. PCair.Zen.375.11 (iii B.C.), cf. PSI4.349.2,7 (iii B.C.), UPZ14.89 (ii B.C.);τὰ σ. τῶν σιταρχιῶν BGU1755.5
(i B.C.).8 warrant or commission from the Emperor, by which officers held their posts, Cod.Just.1.5.12.1, 11; σ. τριβούνου ib.12.33.8 Intr.III more generally, token, φυλάσσω λαμπάδος τὸ ς. the beacon- token, A.Ag.8; τέκμαρ τοιοῦτο σ. τέ σοι λέγω ib. 315; μανθάνω τὸ ς. E.Or. 1130, cf.Rh. 220; clue, S.OT 221; χειμῶνος ς. a sign of an approaching storm, Anaxag. 19, Sch.Arat.832;νόμισμα σ. τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται Pl.R. 371b
;ἔστι τὰ ἐν τῇ φωνῇ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ παθημάτων σ., καὶ τὰ γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ Arist.Int. 16a4
, cf. 24b2, Sens. 437a15; τὰ τεχνητὰ τῶν ς. Plu.Per.6; νίκης σ. Ἰσθμιάδος, of the celery-wreath, Call.Fr. 103; τὰ τῶν στρατοπέδων ς. legionary standards, Hdn.4.7.7; insignia of deities, D.H.8.38;τῆς βασιλείας Plu.
Comp.Cim. Luc.3; εἰράνας σ. καὶ πολέμον, of a trumpet, AP6.151 (Tymn.).2 omen, portent, Archil.44, A.Ag. 144 (lyr.);σ. δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν Pi.O.12.7
(cf. Sch.); οἱ διὰ συμβόλων.. προλέγοντες distd. from other kinds of μάντεις, Gal. 15.442;περὶ οἰωνῶν καὶ σ. καὶ διοσημιῶν Iamb.VP13.62
;= auspicium, Gloss.; ἐν τοῖς λικμητηρίοις γεννώμενα τὰ βρέφη ἐτίθεσαν εἰς σ. εὐτροφίας Sch.Arat.268.3 Medic., symptom, Gal.19.217, Aret.CD1.4, al.5 secret code,τὰ μυστικὰ σ. τῶν περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμῶν, ἃ σύνισμεν ἀλλήλοις οἱ κοινωνοῦντες Plu.2.611d
, cf. Orph.Fr.31.23; consisting of a signum and a responsum, Firm. De Errore 18; τὰ σ. [Πυθαγόρου] Arist.Fr. 197, Plu.2.727c; περὶ Πυθαγορικῶν ς., title of a work by Androcydes, Iamb.VP28.145; secret sign, γράψαι τι σ. ἐν πίνακι,.. μαθεῖν τὸν θέντα τὸ ς. ib.33.238, cf. 23.103, 32.227, Luc.Laps.5; allegory, Chrysipp.Stoic.2.256, 257, Demetr. Eloc. 243;διὰ συμβόλων μηνύειν Ph.2.559
, cf. 1.681, al., Dam.Pr. 210.IV pl., standard weights, IG22.1013.8.V a small coin, perh. a half-obol, shaped D, Hermipp.61, Ar.Fr.44, Archipp. 8: hence σύμβολον κεκαρμένος with half the head shaved, Hermipp.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμβολον
-
2 τεχνητός
A artificial, opp. natural,αὐγῆς εἶδος Hp.Off.3
; τ. σύμβολα, opp. θεῖα, Plu.Per.6; τὸ τεχνητόν the product of a craft, Plot.4.4.23; τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων artificial instruments (or perh. instruments belonging to a craft), as the builder's κανών, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνητός
См. также в других словарях:
τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
μακρομόρια ή μεγαλομοριακές ενώσεις — Μόρια τα οποία αποτελούνται από πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, που ποικίλλει από μερικά εκατομμύρια έως ένα δισεκατομμύριο· οι διαστάσεις των μ. είναι σημαντικά μεγαλύτερες από εκείνες των συνηθισμένων μορίων και το γεγονός αυτό δικαιολογεί την… … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek